ἐμπεπιστευμένου

ἐμπεπιστευμένου
ἐμπιστεύω
entrust
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειδοφύλακας — ο, η, (Α κλειδοφύλαξ, ακος) αυτός που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος («ἀνοιγείσης τῆς θύρας ὑπὸ τοῡ κλειδοφύλακος ἐμπεπιστευμένου γυναίου», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”